- συφιλιδικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει προσβληθεί από σύφιλη.2. αυτός που αναφέρεται στη σύφιλη: Συφιλιδικό έλκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συφιλιδικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύφιλη 2. (το αρσ. και το θηλ, ως ουσ.) ο συφιλιδικός, η συφιλιδική αυτός που πάσχει από σύφιλη 3. αυτός που προκαλείται από σύφιλη («συφιλιδικό εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek